-
1 μίξις
A mixing, mingling,μ. τε διάλλαξίς τε μιγέντων Emp. 8.3
, cf. Pl.Phlb. 47d, al., Arist.GA 327a30, etc.;τινὶ πρός τι Pl.Sph. 260b
;πάσας μ. μείγνυσθαι Id.R. 620d
.II intercourse with others, esp. sexual intercourse or commerce, Hdt.1.203, al.; [γυναικῶν] ἐπίκοινον τὴν μ. ποιεῖσθαι Id.4.172
;ὄνων πρὸς ἵππους Anacr.35
;ἄρρενος πρὸς ἄρρεν, θήλεος πρὸς θῆλυ μ. Plu.2.990d
; ἡ τῶν παίδων μ. union for the sake of.., Pl.Lg. 773d. (In codd. sts. μῖξις, for which [full] μεῖξις shd. prob. be restd. in Prose:—with μεῖξις: μίξις, cf. φεῦξις: φύξις.)
См. также в других словарях:
μίξη — και μείξη, η (ΑΜ μίξις, εως, Α και μεῑξις) [μ(ε)ίγνυμι] 1. η ενέργεια τού μιγνύω, ανάμιξη, ανακάτωμα («σηπομένου τοῡ ὕδατος καὶ μίξιν τινὰ λαμβάνοντος πρὸς τὴν γῆν», Θεόφρ.) 2. η επαφή, η συνεύρεση με άλλο πρόσωπο (α. «σαρκική μίξη» β. «μίξις… … Dictionary of Greek
меск — род. п. а мул , редкое слово ( Илиада в переводе Гнедича, Одиссея в перев. Жуковского), укр. меск, др. русск. мъскъ, мъсчата мн. (Златоструй, ХII в.; см. Соболевский, ЖМНП, 1894, май, стр. 218), наряду с этим мьскъ (Новгор. 1 летоп., Хож. игум.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера